νυμφαία — νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc/acc dual νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc/acc dual νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαῖα — νυμφαῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίας — νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem acc pl νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem gen sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem acc pl νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίαν — νυμφαίᾱν , νυμφαία yellow water lily fem acc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱν , νυμφαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίην — νυμφαία yellow water lily fem acc sg (epic ionic) νυμφαί̱ην , νυμφαῖος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαίῃσιν — νυμφαία yellow water lily fem dat pl (epic ionic) νυμφαί̱ῃσιν , νυμφαῖος of fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νούφαρο — Κοινή ονομασία πολυετών υδρόβιων φυτών, της οικογένειας των Νυμφαιιδών, που έχουν ρίζωμα παχύ, φύλλα επιπλέοντα ή πάνω από το νερό, και άνθη επιπλέοντα. Πολυάριθμα είναι τα καλλωπιστικά είδη, που καλλιεργούνται και διακοσμούν, με τα εντυπωσιακά… … Dictionary of Greek
νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Νύμφες — I Αρχαίες ελληνικές θεότητες των φυσικών δυνάμεων, που κατοικούσαν στα δάση και στις σπηλιές, πλάι σε πηγές, χείμαρρους και ποταμούς ή και σε μοναχικά νησιά, όπως η Καλυψώ και η Κίρκη. Οι Ν. των δασών, των λόφων, των λιβαδιών και των πηγών –που ο … Dictionary of Greek